- συστέλλω
- ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυστέλλω Ακάνω κάτι να σμικρυνθεί σε όγκο ή σε έκταση, σμικρύνωνεοελλ.1. μέσ. συστέλλομαιμτφ. αισθάνομαι ντροπή, δεν έχω τόλμη2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνεσταλμένος, -η, -οντροπαλός, άτολμος3. φρ. «συνεσταλμένη βαθμίδα»γλωσσ. εξασθενωμένη μεταπτωτική βαθμίδα κατά την οποία το συμφωνικό ημίφωνο μεταπίπτει σε φωνηεντικό, π.χ. τρέχ-ω / τράχ-ηλος, δέρκ-ομαι / δράκ-oς, στέλ-λω / σταλτόςαρχ.1. (σχετικά με το στόμα) σουφρώνω2. ελαττώνω («εἰς τὸ μέτριον μᾱλλον συνέστειλε», Πλάτ.)3. ταπεινώνω, εξευτελίζω («τοὺς μὲν ἄλλους αἱ συμφοραὶ συστέλλουσι καὶ ποιοῡσι σωφρονεστέρους», Ισοκρ.)4. πιέζω5. περιτυλίγω σφιχτά ώστε να περιορίσω τον όγκο ή την έκταση ενός πράγματος6. αποκρύπτω («συνέστελλε καὶ συνέκρυπτεν... τὴν δυσμένειαν», Πλούτ.)7. αρνούμαι να δώσω («τῆς φιλανθρωπίας τὸν κύριον ὅτι μὴ ἄρδην τὸ ὅλον συνέστειλεν», Πέτρ. Αλεξ.)8. (με αυτοπαθ. αντων.) τραβιέμαι πίσω, οπισθοχωρώ, αποσύρομαι («συστείλαντες εἴσω τοῡ χάρακος ἑαυτούς», Πλούτ.)9. μέσ. α) ζώνομαι ολόγυραβ) (κατ' επέκτ.) ετοιμάζομαι για δράση10. παθ. α) (για συλλαβή) προφέρομαι βραχέωςβ) γραμμ. υφίσταμαι περιορισμό ως προς τη σημασία ή τη χρήση μου11. φρ. α) «συστέλλω τὸ πρόσωπον» — ζαρώνω το πρόσωπο, ιδίως για να εκφράσω αηδία (Λουκιαν.)β) «συστέλλομαι τῇ διαίτῃ» — μετριάζω τη δίαιτά μου, γίνομαι εγκρατής (Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + στέλλω «φέρω, μαζεύω, συνάγω»].
Dictionary of Greek. 2013.